Digital er-ιδ-a

Βρήκε στο δρόμο έναν από τους παλιούς συμμαθητές. Η αλήθεια είναι πως είχε αλλάξει, κάπως παράταιρα σε σχέση με την ηλικία του. Ναι μεν είχε την γυαλιστερή καράφλα που είχε και ο ίδιος, με τη διαφορά ότι στου φίλου του καθρεφτιζόντουσαν αυτάρεσκα περιστέρια ενώ στη δική του σύχναζαν μόνο ανήλικα κουνούπια με κλίση στο καλλιτεχνικό πατινάζ, αλλά τα μάτια έφεραν πάνω τους κάτι από υπερρεαλιστικό ρεαλισμό. Είχαν χάσει που λες εκείνο το γκριζογάλανο-καφετιμπλέ χρώμα που τα κορίτσια στο σχολείο το παρομοίαζαν με υβρίδιο αρκούδας και παιδικού βιβλίου κι είχαν γεμίσει με ατελείωτες σειρές από άναρχες εναλλαγές των αριθμών ένα και δύο.

Όταν ο Ακάκιος τον ρώτησε τι είχε συμβεί, ο πρώην συμμαθητής του φάνηκε να μην καταλαβαίνει τι εννοεί, σαν η κόρη και η ίριδα να μην πήραν ποτέ διαζύγιο από το σώμα του. Αντ’ αυτού, τέντωσε το χέρι του και του έδειξε την τελευταία αναβαθμισμένη , σούπερ εξτράβαγκαντ, οτκουτουρ συσκευή που ισορροπούσε μεταξύ αριστερής παλάμης και διαδικτυακής πραγματικότητας.

Με ένα απλό γλύψιμο της οθόνης ανοίχτηκαν μπροστά τους μία σειρά από τετραδιάστατες καρτέλες καθεμία από τις οποίες έπαιζε διαφορετικό ρόλο στην αποχαύνωση του κατόχου της. Κάποιες από αυτές επέβλεπαν επιθυμίες λαμβάνοντας υπόψιν την κοινωνική πραγματικότητα, το βάθος της τσέπης και το στάτους κβο των γνωστών και φίλων του, άλλες αναλάμβαναν την επιφανειακή ενημέρωσή του ενώ οι πιο χρωματιστές επικεντρωνόντουσαν στην επίταξη διαφορετικών περσόνων απαραίτητων για τις καθημερινές ιντερνετικές συναλλαγές.

Κάποια στιγμή κι ενώ ο πάλαι ποτέ φίλος του του εξηγούσε για το επιλεκτικό μοντάζ βιωματικών στιγμών, ένα ανθρωποειδές παρουσιάστηκε πάνω την οθόνη και του έστειλε μία φρέσκια είδηση που μύριζε βάλτο, ένα ουράνιο τόξο να χορεύει πάνω από μία ετοιμόρροπη σκεπή υπό τη συνοδεία ενός άσματος-παιδί θρέμμα υποκουλτούρας. Όταν ο φίλος του κατενθουσιασμένος άρχισε να χαϊδεύει και να επαινεί την τεχνολογία που του έλυσε τα χέρια, τα πόδια και το υπόλοιπο σώμα, ο Ακάκιος τον χαιρέτισε, πήγε στο διπλανό κτήριο, ανέβηκε στην ταράτσα και χόρεψε ένα τανγκό με το ουράνιο τόξο της είδησης που θα το ζήλευε κι ο Αλ Πατσίνο.

 

Ξυπνητήρι

χτύπησε το ξυπνητήρι.

Ο Ακάκιος πάτησε παύση στο όνειρό του μιας και δεν ήθελε να χάσει το σημείο στο οποίο μετατρεπόταν σε λευκό χνούδι, άπλωσε το χέρι του και ψηλαφιστά βρήκε το μαγικό κουμπί της αιώνιας αναβολής. Το ξυπνητήρι αντί να πνίξει εκείνο το ρυθμικό τιτιτι-τι, τιτιτι-τι, έπιασε το ποτήρι που έβοσκε γεμάτο με νερό δίπλα στο πορτατίφ και του το σέρβιρε στη μούρη συνοδευμένο με κάτι ανάρμοστα γαλλικά.

Πετάχτηκε πάνω, έκανε να ανάψει το φως μα λυπήθηκε τη γυναίκα του που κοιμόταν και παρήγαγε βαρύτονους βρυχηθμούς όμοιους με εκείνους των τηλεκατευθυνόμενων αυτοκινήτων όταν βρίσκουν σε κορμό δέντρου. Ο ήλιος βρισκόταν ακόμη σε φάση rem ενώ το φεγγάρι είχε παρατήσει την σκοπιά και σαλιάριζε με την Ανδρομέδα πίσω απ’ τον κομήτη Χάλλεϋ.

Βυθισμένος σε εκείνη την πνιχτή πίσσα και με σταγόνες να στάζουν από τη γαμψή του μύτη, σηκώθηκε και προσπάθησε να φτάσει στην πόρτα του δωματίου όσο πιο αθόρυβα γινόταν, μετουσιώνοντας το είναι του σ’ ένα ξερακιανό, ξεχαρβαλωμένο mute. Μόλις όμως έφτασε εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται ένα υπέργηρο πόμολο που θα του επέτρεπε την δίοδο στο δωμάτιο αδειάσματος ουροδόχου κύστεως, με τρόμο βαθύπλουτης που δεν της πέτυχε το μπότοξ διαπίστωσε ότι μπροστά του δεν υπήρχε τίποτα. Ένα αεράκι, πιθανότατα πουνέντες με διασταύρωση μαΐστρου, τον χάιδεψε κυματίζοντας το τελείωμα του νυχτικού του κι ανακάτεψε το δείγμα τριχωτού κεφαλής ενώ μια μυρωδιά φρεσκάδας σαν καζολίν που ξέχασε τα χημικά του στην άλλη τσάντα του γαργάλησε τις γκρίζες τρίχες που εξείχαν από τα ρουθούνια του.

Έτσι όπως έστεκε κοκαλωμένος πασχίζοντας εις μάτην να προσαρμόσει την όραση του σε συνθήκες παντελούς έλλειψης φωτονίων, μια πυγολαμπίδα σαν από μηχανής έντομο ήρθε και τον πλησίασε δείχνοντάς του που βρισκόταν: από το σπίτι του είχε απομείνει μόνο η κρεβατοκάμαρά του με εκείνους τους τέσσερις τοίχους που φιλοξενούσαν τα πιο σπάνια είδη μυκήτων να στέκει μόνη της σε μια μωβ άοσμη και άηχη πάχνη. Τα αστέρια με σβηστά τα φώτα τους χόρευαν τσάρλεστον με πεταλούδες και πεταλίδες, ενώ χιονονιφάδες έχτιζαν αχνιστά παγωμένα αγάλματα απαράμιλλης αισθητικής. Ο Ακάκιος εκστασιασμένος με το σαγόνι να σκουπίζει το νεφελώδες πάτωμα, πίεσε τον εαυτό του να πανικοβληθεί μπροστά στο ανήκουστο που τον περιέβαλλε αλλά αντ’ αυτού κατέληξε να κάτσει σταυροπόδι και να μασουλήσει λίγη από τη χρυσόσκονη που απελευθέρωναν τα οπίσθια της πυγολαμπίδας.

Εκεί που καθόταν όμως πιο χαλαρός κι από χταπόδι σε λήθαργο, μια γαϊδουροφωνάρα ήρθε να ταράξει το ζεν του:

-Βρε άχρηστε! Βρε τιποτένιε! Βρε που κακό χρόνο να ’χεις, τι έκανες στο σπίτι μας μωρή αποβολή αμοιβάδας;

Η γυναίκα του με τρεις φακούς στα χέρια και μπικουτί όλων των μεγεθών να κακοκρέμονται από το XXX-large κεφάλι της, είχε βγει στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας αφηνιασμένη εκκρίνοντας δηλητήριο από όλες τις σμηγματογόνες κύστες της.

Ανίκανος να απαντήσει ο Ακάκιος γούρλωσε τα μάτια του και ψέλισσε κάτι που αρχικά ξεκίνησε ως συγγνώμη μα κατέληξε να ακουστεί περισσότερο σα λυγμός πληγωμένης αντιλόπης.

-Σε βαρέθηκα ρε άβουλε ακαμάτη τ’ ακούς; Ως εδώ ήταν, ΩΣ ΕΔΩ,

ανταπάντησε εκείνη και μπήκε πάλι στο δωμάτιο, έσκυψε κάτω από το κρεβάτι και τράβηξε μία τριαξονική καραμπίνα έξω. Έπειτα γύρισε προς το μέρος του ξανά με την κάνη κατά πρόσωπο να του κλείνει το μάτι,ούρλιαξε ένα τελευταίο “ΩΣ ΕΔΩ” για να ενισχύσει την άποψή της μα λίγο πριν πατήσει τη σκανδάλη

χτύπησε το ξυπνητήρι.

Ο Ακάκιος στο σούπερ μάρκετ

Αποφάσισε να πάει σε ένα από εκείνα τα σούπερ μάρκετ στα οποία σου δίνουν χάρτες-ολογράμματα στην είσοδο για να μη χαθείς, καταλαγιάζοντας έτσι τις ορέξεις του για νέες εμπειρίες. Έγραψε τη λίστα για τα ψώνια στην παλάμη του, κάτω από τη γραμμή ζωής και ξεκίνησε.

Στο πάρκινγκ το οποίο είχε έκταση όση και η λίμνη Τανγκανίκα μαζί με τους παραποτάμους του Νείλου, οι φουσκωτοί σαν κρατήρες μαυροντυμένοι άντρες έλεγξαν το πιστοποιητικό γέννησης, τον ιατρικό του φάκελο και τους πόρους των αυτιών του και του φόρεσαν σφραγίδα εισόδου χρώματος φλούο στην αριστερή ίριδα. Ικανοποιημένος με την επικύρωση της κανονικότητας του, νόθευσε ένα καροτσάκι με πεντακοσάευρο κι έβγαλε την καταναλωτική μανία του βόλτα στους πολύβουους διαδρόμους.

Κάπου ανάμεσα στο ράφι των σαλτσών και τα μπαχαρικά Ινδοκίνας, ένιωσε κάποιον να τον κατασκοπεύει. Γύρισε το κεφάλι του και είδε έναν υπάλληλο με κολλημένα τα διαπιστευτήρια στο κούτελο να τον εξετάζει σαν πίνακα ανειδίκευτου ζωγράφου. Κατόπιν, σήκωσε το χέρι του, μίλησε στη χούφτα του χεριού του και ανοίγοντας το βήμα του βρέθηκε δίπλα του σπάζοντας το φράγμα του ήχου.

-Τι ρούχα είναι αυτά κύριε; , τον ρώτησε εξοργισμένος.

Ο Ακάκιος παρατήρησε τον εαυτό του από το πάτωμα έως τις άναρχες τρίχες που πλαισίωναν την αρχή φαλάκρας, ανασήκωσε τους ώμους κάνοντας δήλωση άγνοιας και χαμήλωσε το βλέμμα στο αριστερό νύχι του μεσαίου δαχτύλου του δεξιού του ποδιού.

-Λυπάμαι κύριε, αλλά όπως θα έχετε ήδη αντιληφθεί κάθε άλλο παρά πληροίτε το καλούπι εμφάνισης των πελατών μας. Δεν μπορώ να σας αφήσω ελεύθερο να προσβάλλετε την αισθητική των καταναλωτών.

Του φόρεσε μία κουκούλα εμπριμέ, τον έβαλε σε ένα κουτί και τον έσυρε ως κάποιο σημείο που μύριζε καπνιστό χοιρομέρι.

-Θα έπρεπε να σας αφανίσω, του ψιθύρισε, αυτό επιβάλλει το άγραφο πρωτόκολλο ενδυματικής απρέπειας, αλλά είμαι ένας φιλεύσπλαχνος άνθρωπος του θεού με πατρίδα και οικογένεια. Αποφάσισα λοιπόν να σας κρύψω στον πάγκο των αλλαντικών μέχρι την Πρωτοχρονιά που το κατάστημα κλείνει και τότε να μπορέσετε να χαθείτε από μπροστά μου.

Τον τράβηξε από τις μασχάλες και τον στρίμωξε ανάμεσα στα λουκάνικα Ουγγαρίας και τη μορταδέλα Τιμπουκτού. «Καλό καλοκαίρι», του ευχήθηκε πριν τον καπελώσει με μπριζόλες νωπές ποιότητας ΑΑΕΑ.

जो कुछ किया गया था , σκέφτηκε ο Ακάκιος και δάγκωσε το σαλάμι αέρος που του έσπασε τη μύτη.

Στο Μέγαρο Μουσικής

Φόρεσε το καλό του κουστούμι, εκείνο που για φόδρα έχει κομμάτια από παιδικές πιτζάμες, πήρε το καπέλο του και το εισιτήριο του κι έφυγε για την παράσταση. Όταν έφτασε, βρήκε μία λαοθάλασσα φωτολουσμένη με τραβηγμένα χαμόγελα και κοσμήματα που μιμούνταν τη λάμψη των δοντιών του κάστορα. Μπήκε στην ουρά μαζί με τους υπόλοιπους φιλόμουσους, πίσω από την κυρία με τον λαμέ κορσέ και τα μαλλιά νυχτερίδας. Όταν έφτασε η σειρά του, μια βιόλα γυαλισμένη τον οδήγησε στη θέση του.

Μετά από λίγα λεπτά η αυλαία άνοιξε. Στη σκηνή εμφανίστηκε ένας κομψός ταυρομάχος. Άφησε το κόκκινο πανί του στον ώμο της βιόλας κι έσυρε το αρμόνιό του στο κέντρο του πάλκου. Κάθισε στο λαχανί πουφ που βρισκόταν στην άκρη της σκηνής, έτριξε τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, μετρώντας δυνατά μέχρι το είκοσι κι έπειτα τα ακούμπησε πάνω στα πλήκτρα. Με το που φανέρωσε τον πρώτο ήχο, λογιών μετατροπίες ξεχύθηκαν από το πάλκο οι οποίες σκαρφάλωσαν στα θεωρεία, στις καρέκλες, κρεμάστηκαν από τα φωτιστικά κι έκαναν κούνια στα κρεμαστά σκουλαρίκια των γυναικών.

Ο Ακάκιος έκθαμβος από την παιχνιδιάρικη αποδόμηση της μελωδίας, κράτησε την αναπνοή του να μη διακόψει την κίνηση των νότων για πολλή ώρα, μέχρι που άρχισε να δυσφορεί το σώμα του, ένιωσε το κεφάλι του να σφίγγεται και να κοκκινίζει, το αίμα έπαιζε γκρανκάσα στα μηνίγγια του κι ο φάρυγγας φούσκωσε σαν αντρικό μόριο που φλερτάρει. Έπρεπε γρήγορα να αποφασίσει αν έτσι θα πέθαινε, πνιγμένος σε μια λίμνη δέους ή αν πίστευε πως είχε κι άλλες αισθήσεις να ικανοποιήσει. Κάτω από το βάρος του διλήμματος, τα πνευμόνια του πήραν την πρωτοβουλία κι άρχισαν να βήχουν, στην αρχή πνιχτά, όπως αναλογούσε και στον περιβάλλοντα χώρο, μα ύστερα δυνατότερα κι ακόμα πιο δυνατά μέχρι που τα πάντα πάγωσαν κι ήταν ο μόνος που ακουγόταν στην πρωτεύουσα.

Όταν πια συνήλθε, εκατομμύρια μάτια είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το στενόμακρο κρανίο του ζητώντας εξηγήσεις κι εκδίκηση. Η βιόλα τον πλησίασε με τα χέρια στη μέση, τον έπιασε από το αριστερό του αυτί και τον τράβηξε στην σκηνή με το ζόρι. Ο ταυρομάχος σηκώθηκε από το πουφ και τον πλησίασε βροντώντας στο δάπεδο τις καουμπόικες μπότες του.

-Γδύσου, του είπε.

-Μα κύριε, ξέρετε, εγώ δεν..

-ΓΔΥΣΟΥ, επανέλαβε εκείνος.

-Αφήστε με να σας εξηγήσω, ψέλλισε ο Ακάκιος, ήταν ένα ατύχημα, εγώ δεν σκόπευα..

-Έγδυσες τη μουσική μου, ντρόπιασες τις παρτιτούρες μου και πρέπει να το πληρώσεις.

Ο Ακάκιος μπροστά στο αναπόφευκτο της φυγής αφαίρεσε διστακτικά και τρέμοντας σαν εξάχρονο κορίτσι με σαράντα πυρετό τα ρούχα του, ενώ το κοινό γιουχάριζε αποδοκιμαστικά.

Όταν πια είχε μείνει ολόγυμνος, ανάμεσα στις σειρές τον καθισμάτων ένας μανάβης άρχισε να μοιράζει οπωροκηπευτικά που οι θεατές τα πετούσαν πάνω του σε έναν άτυπο διαγωνισμό σκοποβολής. Φράουλες, αβοκάντο και μπάμιες πιάστηκαν χέρι χέρι για τα καταλήξουν στο κοκαλιάρικο σώμα του κι από εκεί στο πάτωμα. Οι κόκκινε βελουτέ κουρτίνες μεταμορφώθηκαν σε σκηνές από τη φρουτοποιία ενώ το καρυδένιο πάτωμα πήρε όψη χωματερής χλωροφύλλης. Κάποτε τα πολεμοφόδια εξαντλήθηκαν και οι θεατές ξαλαφρωμένοι από το βάρος της ενόχλησης φόρεσαν τα παλτά τους και ηδονικά περιχαρείς έφυγαν προς την έξοδο. Τελευταίος αποχώρισε ο ταυρομάχος, αφού του εκπυρσοκρότησε μια νεροκολοκύθα στο στέρνο.

Μόλις έκλεισαν και τα φώτα, ο Ακάκιος ντύθηκε μάζεψε όσα φρούτα και λαχανικά είχαν μείνει άθικτα μες το καπέλο του και πήρε το δρόμο προς το σπίτι του, χαρούμενος που την επόμενη δε θα χρειαζόταν να πάει λαϊκή.

ὕδωρ

Ήμασταν έξω από τη θάλασσα, κάτω από τη σκιά ενός υβριδίου νεροκολοκύθας και τριανταφυλλιάς και σκεπάζαμε τα αγκάθια με κηρύθρα για να μη μας ενοχλούν. Τα μαλλιά της Κίρκης είχαν μετατραπεί σε φύκια κι εκείνη τα τράβαγε και τα έτρωγε με λεμόνι, ευχαριστημένη που τρεφόταν από το ίδιο της το σώμα.  Στην άκρη της ακρογιαλιάς τρία παιδιά χτίζανε ένα εργοστάσιο παραγωγής αχιβάδων με το κουφάρι του κάβουρα για πρώτες ύλες κι ένα χταπόδι για εργοδηγό. Μέσα στο νερό οι γιγάντιες πλαστικές σακούλες μετέφεραν τους ναυαγοσώστες από τη σημαδούρα και πίσω, στο ρυθμό μιας ράθυμης περιπολίας. Οι υπόλοιποι έλιωναν κάτω από τη θέρμη του κόκκινου γίγαντα θωπεύοντας τα επιφανειακά τους εγκαύματα, αναλώσιμοι στις ορέξεις της ραστώνης.

Αίφνης η κοπέλα με τα λέπια στα μάτια σηκώθηκε, απαλά όπως ταίριαζε στην ενδυμασία της και προχώρησε προς το νερό με βήμα αργόσυρτης λιτανείας. Οι επόπτες του νερού την κοίταξαν φευγαλέα αλλά δεν έδωσαν καμία σημασία και συνέχισαν να γλύφουν τα παγωτά συναγρίδας. Το κορίτσι συνέχισε να προχωρά και να βουλιάζει τα ανθρώπινα μέλη της σταδιακά κάτω από τον αφρό, μέχρι που έμεινε ένα τσουλούφι μόνο του να χορεύει στον ορίζοντα.

Κανένας δε σηκώθηκε να της μάθει να επιπλέει και μείναμε να παρακολουθούμε από απόσταση ασφαλείας τρεις απανωτούς πνιγμούς. Φεύγοντας, όταν πια είχε ανατείλει το φεγγάρι, αφήσαμε τρία σωσίβια και μία μπουκάλα οξυγόνου εκεί που έσβηνε το κύμα.

Τα ανάλεκτα της Χιονάτης

Αν ήξερε η Χιονάτη ότι η παραμυθοχώρα θα ήταν τόσο βαρετή, θα είχε σαλπάρει για Χαβάη. Το μωρό αρνούνταν πεισματικά να ρουφήξει το γάλα από το αριστερό βυζί που τελευταία έμοιαζε περισσότερο με κοιλιά διεφθαρμένου πολιτικού, ενώ η κατσαρόλα σφύριζε σαν να τη ζώσαν οπαδοί του ΠΑΟΚ μετά από γκολ. Ο πρίγκιπας ζούσε το δικό του όνειρο που άκουγε στο όνομα «τσίπουρο τυρνάβου» κι επένδυε τις βασιλικές απολαβές του στο χώρο της πρέφας ενώ αυτή εντρυφούσε στη ζωή της γλυκιάς μανούλας που-το-σπίτι-της-και-το-παιδί-της-και-η-ίδια πάντα λάμπουν. Παράτησε το μωρό που έσκουζε από το πρωί κι έτρεξε να χαμηλώσει τη χύτρα. Άνοιξε τον απορροφητήρα περισσότερο για να μην ακούει το σκασμένο κι έβγαλε ένα κάμελ από τη ζώνη της. «Είκοσι χρονών κι έχω γίνει χειρότερη από τη μάνα μου. Πότε θα γυρίσω τον κόσμο; Πότε θα βγάλω σέλφι αραχτή στην παραλία; Πότε θα γνωρίζω άλλους άντρες που πήγα και παντρεύτηκα το πρώτο ΖΩΟ που με φίλησε;» . Πλησίασε τη χύτρα και σήκωσε τη βαλβίδα να απελευθερώσει λίγο από το δικό της θυμό. Κοίταξε της αντανάκλασή της στο αχνιστό σώμα του σκεύους. Μία άσπρη τρίχα είχε βγει στην κορυφή του κεφαλιού ενώ κάτω από τα μάτια είχε κύκλους πιο μαύρους κι από διακοπή ρεύματος.

Έσβησε το τσιγάρο στο νεροχύτη με νερό, έκλεισε τη χύτρα και τον απορροφητήρα, έβαλε το μωρό στο πορτ μπεμπε, έσκισε μία σελίδα από διαφημιστικό μαγκαζίνο του ΙΚΕΑ κι έγραψε βιαστικά:

«Σταχτοπούτα μου, εσύ πάντα τα κατάφερνες καλύτερα από εμένα σε αυτά. σου χαρίζω τον άντρα μου – μην κάνεις τη δύσκολη, ξέρω ότι τον βλέφαρίζεις καιρό- και το μωρό μου, που ΤΟΣΟ αξιολάτρευτο πια το βρίσκεις. Πάω να συνεχίσω το παραμύθι μου».